- στελεχιαία
- στελεχιαίᾱ , στελεχιαῖοςforming a trunkfem nom/voc/acc dualστελεχιαίᾱ , στελεχιαῖοςforming a trunkfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στελεχιαίᾳ — στελεχιαίᾱͅ , στελεχιαῖος forming a trunk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχιαίας — στελεχιαίᾱς , στελεχιαῖος forming a trunk fem acc pl στελεχιαίᾱς , στελεχιαῖος forming a trunk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχιαίαν — στελεχιαίᾱν , στελεχιαῖος forming a trunk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
στελεχιαίος — α, ο / στελεχιαῖος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε στέλεχος (α. «στελεχιαίο δυναμικό» το δυναμικό στελεχών μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού β. «φλὲψ στελεχιαία» η πυλαία φλέβα, Γαλ.) αρχ. στελεχώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + κατάλ … Dictionary of Greek